- πασιφισμός
- pasifizm, barışseverlik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πασιφισμός — (από το λατινικό pax, ειρήνη). Σύνολο πολιτικών θεωριών και κινημάτων που, πιστεύοντας ότι η σταθερή ειρήνη είναι σκοπός θεμελιώδους σημασίας για την ανθρωπότητα, επιδιώκουν τη θεωρητική επεξεργασία και την πρακτική εφαρμογή των μέσων που… … Dictionary of Greek
πασιφισμός — ο (από λ. λατιν.), θεωρία που ζητά την κατάργηση του πολέμου, ειρηνοφιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασιφιστής — ο, θηλ. πασιφίστρια ο οπαδός τού πασιφισμού, ο ειρηνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pacifiste < ρ. pacifier (βλ. λ. πασιφισμός)] … Dictionary of Greek
ειρηνισμός — ο 1. θεωρία που επιδιώκει τη διαρκή και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ο πασιφισμός. 2. η κίνηση για εφαρμογή αυτής της θεωρίας (ιδίως μετά τον Α και το Β παγκόσμιο πόλεμο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)